- υψίκρημνος
- -ον, Α1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].
Dictionary of Greek. 2013.